χλωροφορμικός

χλωροφορμικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χλωροφόρμιο, αυτός που γίνεται με το χλωροφόρμιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χλωροφορμικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χλωροφόρμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωροφόρμιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”